αντιδωρεά

αντιδωρεά
η (Α ἀντιδωρεά)
ανταπόδοση δωρεάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀντιδωρεάν — ἀντιδωρεά̱ν , ἀντιδωρεά a return gift fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιδωρεάς — ἀντιδωρεά̱ς , ἀντιδωρεά a return gift fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντίδωρο — το (AM ἀντίδωρον) μσν. νεοελλ. τεμάχιο ευλογημένου άρτου που μοιράζουν οι ιερείς στους εκκλησιαζόμενους στο τέλος της θείας Λειτουργίας αρχ. μσν. αυτό που δίνεται ως αντίδωρεά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”